Πολλοί παράγοντες, νευροφυσιολογικοί, γλωσσικοί, κληρονομικοί, ψυχολογικοί, περιβαλλοντικοί, καθορίζουν εάν ένα παιδί θα εμφανίσει μία δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας.
Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μεταξύ του δεύτερου και του πέμπτου έτους. Παρατηρούνται συνήθως, επαναλήψεις της αρχικής συλλαβής, επαναλήψεις ολόκληρων λέξεων (κυρίως μικρών) και φράσεων. Δυσροές σαν και αυτές, δεν είναι βέβαιο ότι θα εξελιχθούν σε χρόνιο τραυλισμό.
Για πολλά παιδιά προσχολικής ηλικίας -όχι για όλα- οι δυσροές μπορεί να είναι ένα αναμενόμενο και φυσιολογικό χαρακτηριστικό του εξελικτικού σταδίου της ομιλίας στο οποίο βρίσκονται. Για κάποια άλλα παιδιά όμως, τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι προπομπός ενός αρχόμενου τραυλισμού.
Ο αναμενόμενος στην τυπική εξέλιξη «τραυλισμός» ονομάζεται φυσιολογική δυσροή (normal dysfluency ή normal nonfluency) και είναι μία παροδική κατάσταση διαφορετική από τον εξελικτικό τραυλισμό (developmental stuttering), με παρόμοια όμως συμπτώματα. Τα παιδιά που εμφανίζουν συμπτώματα τραυλισμού έχουν κίνδυνο να εξελίξουν χρόνιο τραυλισμό. Παράγοντες που μπορεί να αυξάνουν τον κίνδυνο ο τραυλισμός να γίνει χρόνιος είναι:
Η κληρονομικότητα, οι γενικότερες δυσκολίες που μπορεί να έχει το παιδί στην ανάπτυξή του, οι δυσκολίες στην εξέλιξη του λόγου και της ομιλίας, η αντίδραση του παιδιού στον τραυλισμό, τα ελλείμματα στη συναισθηματική οργάνωση, η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του παιδιού (υπερευαισθησία, υψηλή διεγερτικότητα), οι αντιδράσεις του άμεσου και ευρύτερου περιβάλλοντος του παιδιού και θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία της οικογένειας σαν σύστημα.
Παρεμβαίνοντας με στόχο τον έλεγχο των ανωτέρω παραγόντων μπορούμε να βοηθήσουμε στην πρόληψη μιας αρνητικής εξέλιξης στην ομιλία του παιδιού.
Το ΚΕΘΤ παρέχει εξειδικευμένη διάγνωση, ακόμα και στα πολύ μικρά παιδιά που μόλις ξεκινούν να τραυλίζουν καθώς και προγράμματα παρέμβασης σχεδιασμένα ειδικά για τα παιδιά προσχολική ηλικίας.